- εννιάρι
- τοτο τραπουλόχαρτο που έχει τον αριθμό εννέα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εννιάρι — το το τραπουλόχαρτο που έχει εννιά όμοιες παραστάσεις, το εννέα: Εννιάρι καρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε … Dictionary of Greek
εννιά — και εννέα αριθμ. απόλ., άκλ. 1. ποσότητα εννέα μονάδων. 2. σε χρονολογίες και ημερομηνίες αντικαθιστά το τακτικό ένατος: Γεννήθηκε στις εννιά Νοεμβρίου (την ένατη ημέρα του μήνα). 3. όμοια για ώρα και ηλικία: Μπήκε στα εννιά (στο ένατο έτος). 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)